ντογρού

ντογρού
και ντουγρού
επίρρ.
1. τοπ. κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις, ίσια («πας ντουγρού τον δρόμο σου σαν τ' άλογο το ζεμένο, με τα παραμαγούλα στα μάτια», Ρώτας)
2. χρον. γρήγορα, αμέσως, ευθύς
3. (τροπ.) απερίφραστα, χωρίς περιστροφές («μπήκε ντουγρού στο θέμα»)
4. φρ. «στα ντογρού» ή «στα ντουγρού» — στα τυφλά, στην τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. doğru].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ντουγρού — και ντογρού επίρρ. τροπ., ίσια: Τραβάει ντογρού για το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντουγρού — επίρρ. βλ. ντογρού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”